Γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας. Είναι νηπιαγωγός. Ζει και εργάζεται στη Λέρο. Οι Βενετσιάνικες βινιέτες είναι το πρώτο της βιβλίο .
Αποσπάσματα ……
ΙΩΣΗΦ ΛΟΥΤΖΑΝΙ – Βενετία, 1797
Ο γιατρός Λουτζάνι έκοψε την πολέντα του προσεκτικά σε μικρές, όσο μπορούσε πιο ίσιες, λωρίδες και τις έφαγε όλες τη μια μετά την άλλη. Όταν άρχισε να γράφει, ένιωσε πως τελείωνε μια μακρά περίοδος απραξίας. Η μελαγχολική πένα του σύρθηκε για λίγο πάνω σ` ένα φτηνό, σκληρό χαρτί όπου σημείωσε: «Η Γαληνοτάτη βυθίζεται….» Ο Ιωσήφ Λουτζάνι αισθανόταν τους κλυδωνισμούς της κάτω από την επήρεια του αψεντιού. Το νερό έφτανε στα γόνατά του αλλά εκείνος εξακολουθούσε να γράφει, ενώ έξω στην πιάτσα οι Γάλλοι γιόρταζαν τη Δημοκρατία με φανφάρες. Και τότε ένιωσε κάτω από τα πόδια του την πόλη να αποκόπτεται από τα αρχαία θεμέλιά της και να ταξιδεύει σαν γαλέρα στη λιμνοθάλασσα.
ΠΑΥΛΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ – Θεσσαλονίκη, 1909
«Ο εχθρός της Δημοκρατίας είναι σάρκα από τη σάρκα μας αφού ρέει στις φλέβες του λίγο αίμα των Καντακουζηνών. Της Ελένης, που είχαν δώσει στους Τούρκους για να διασφαλίσουν τα σύνορα μιας αυτοκρατορίας καταδικασμένης, εν τη γενέσει της, να πεθάνει. Και τώρα ήρθε η σειρά του να πληρώσει για τους ανάξιους δούλους, που είχαν δηλητηριαστεί για να ζήσει εκείνος, και τη φρουρά του, που ορκιζόταν στη σκιά του Αλλάχ πάνω στη γη, μέχρι που δεν έμεινε κανένας για να θυμίζει τις μέρες της δόξας του. Ύστερα άρχισαν οι εφιάλτες. Σχεδόν κάθε νύχτα έβλεπε πως είχε μείνει μόνος του γιατί δεν υπήρχε κανένας να τον υπερασπιστεί, τους είχε θυσιάσει όλους στο βωμό της ματαιοδοξίας του, αφού ήταν ένας βασιλιάς χωρίς υπηκόους, μια μαριονέτα στα χέρια των ισχυρών και του όχλου, που τον κομμάτιαζε κι έπαιρνε τα κομμάτια του για φυλαχτό. Μια στάλα από το μαύρο αίμα του θεράπευε όλες τις αρρώστιες του σώματος και της ψυχής. Ήταν ένα μαρτύριο που κρατούσε τόσο λίγο, ώστε δεν έμεινε τίποτε από εκείνον, μόνο η σκιά του έτρεμε ακόμα στις πλάκες το δρόμου…»
ΕΣΤΕΜΠΑΝ ΜΟΡΑΛΕΣ – Σεβίλλη, 1938
Λίγες μέρες πριν τον σκοτώσουν, ο πάδρε Λεόν έκανε μια λειτουργία για τα πεθαμένα παιδιά κι έψαλε άρρυθμους, συγκοπτόμενους ύμνους που ξέφευγαν από την ανοιχτή στέγη. Σχεδόν ταυτόχρονα, μπορεί πριν ή λίγο μετά τις τελευταίες ημέρες του πάδρε Λεόν, ο Πάμπλο Νερούδα έγραφε:
«Το αίμα των παιδιών έτρεχε στους δρόμους χωρίς φασαρία, σαν αίμα παιδιών».
Ο πάδρε Λεόν θρηνούσε για τους «μικρούς, αθώους και αθόρυβους θανάτους» μετέχοντας σε μια λύπη που δεν του ανήκε, κι έκλαιγε με λυγμούς, με γυρισμένη την πλάτη στο εκκλησίασμα και το βλέμμα του στις κλειστές πύλες του Παραδείσου. Ο «ιερόσυλος παπάς», όπως θα τον χαρακτήριζε την επόμενη μέρα ένα άθλιο έντυπο – υποχείριο της πιο σκληροπυρηνικής πλευράς των εθνικιστών – δεν έψαχνε την αιτία για τους βομβαρδισμούς στις μεγάλες πόλεις γιατί ήταν αδύνατος στους συσχετισμούς, μόνο τα γεγονότα έβλεπε με την ξεκάθαρη ματιά του αποστασιοποιημένου.
ΑΜΑΛΙΑ – Πελοπόννησο, 1964
Άνοιξε στην τσακισμένη σελίδα και διάβασε δυο τρεις φορές τον «Βασιλιά της Ασίνης» κι ένιωσε να κρυώνει, «θα φταίνε οι παγωμένες πέτρες των ξεχασμένων παλατιών, η ψυχρή πνοή των χαλασμάτων, η ασταθής ύπαρξή τους μέσα σ` έναν τόσο βαθύ χρόνο. Σαν την Αμαλία μιλάω», σκέφτηκε, «από την ταλαιπωρία θα `ναι», αλλά δεν ησύχασε, μόνο συνέχισε να ψάχνει σαν τους κουρασμένους ποιητές το νόημα μιας μικρής λέξης, το δικό της «τίποτα» που ξαφνικά δεν άντεχε να σηκώνει. Ήταν κι εκείνο το ίχνος, όχι του ποιητή, «αυτά είναι αδειανές κουβέντες», είπε σιγανά, «ούτε του πεθαμένου βασιλιά, ποιος μπορεί να λυπάται ύστερα από τόσα χρόνια», αλλά το σχήμα του κορμιού της Αμαλίας, σχεδιασμένο πρόχειρα στο πάτωμα με κιμωλία, εκεί που την είχαν βρει σκοτωμένη.
ΣΙΜΟΝ – Nέα Υόρκη, 2007
Η Σιμόν Μιράντα Μαρία Ροσάριο ντε λα Μολ πέθανε πριν προλάβει να δει να εκλέγεται ο πρώτος έγχρωμος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Τη βρήκαν καθιστή στο κρεβάτι της να «διαβάζει τη Βίβλο με την καρδιά της», όπως θα έλεγε η γιαγιά της η Ντάντα αν ζούσε, αφού το μυαλό της είχε επιστρέψει στο Νότο για να μείνει εκεί, στη μεριά του κήπου που φύτρωναν κάθε χρόνο μοναχικές, ξεβλαστωμένες φασολιές. Ήταν μια δύσκολη διαδρομή, ωστόσο οριστική και αμετάκλητη, και η Σιμόν ησύχασε πια συμβιβασμένη με το παρελθόν της, απαλλαγμένη από όλους τους παλιούς φόβους, η μικρή, άτακτη και τρομαγμένη Σιμόν, ένα κουβαράκι στην άκρη του κρεβατιού, ένα σώμα αδειανό στην άκρη του κόσμου.