Βιογραφικό: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Σπούδασε πιάνο και κλασικό τραγούδι στο Εθνικό Ωδείο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1963. Παράλληλα σπούδασε κλασικό μπαλέτο στις σχολές Μοριάνωφ και Νίκολς. Το 1963 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη για μεταπτυχιακές σπουδές στην Οπερέτα και την Όπερα. Εμφανίστηκε σε recital στη Βιέννη και την Αθήνα, όπου πρωταγωνίστησε και στην Εθνική Λυρική Σκηνή επί σειρά ετών. Από μικρή ηλικία άρχισε να γράφει. Ποιήματα και διηγήματά της δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως “Νέα Σκέψη”, “Έκφραση”, κ.ά. Αρθρογράφησε και σε εφημερίδες. Τα ποιήματα Μη φοβάστε, ξημερώνει, είναι εμπνευσμένα από τις προσωπικές συζητήσεις της με τον ποιητή Δημήτρη Καρβούνη και με τον αναλυτή ποιητή Δημήτρη Κακαλίδη, ιδρυτή και Δάσκαλο του Πνευματικού Κέντρου “Όμιλος Εξυπηρετητών”, κοντά στον οποίο μαθήτευσε για την πνευματική της εξέλιξη.
Ένοιωθα τις μυρωδιές της γης, της θάλασσας πλάι μου, άκουγα κάθε ήχο και μου φαινόταν μουσική.
Στα μισά της διαδρομής, η ευτυχία που ένοιωθα ήταν τόση που δάκρυζα. Έβγαλα τα πέδιλά μου και πάτησα στην άμμο, βύθισα τα πέλματά μου μέσα της κι ένοιωσα την ενέργεια να με διαπερνά και να με γεμίζει δύναμη. Αγκάλιασα εσωτερικά την θάλασσα κι ένοιωσα την δροσιά της να ανεβαίνει σαν κύμα μέσα μου, ενώθηκα με την αρμύρα, τον αέρα, τον ουρανό. Προχώρησα κι άφησα τα πόδια μου να βραχούν στο νερό. Η θάλασσα, ο κόκκινος ορίζοντας της δύσης, τα βράχια, το Κάστρο απέναντι, σα να με πλησίαζαν και να μου έλεγαν “καλώς την”.
Κι εκεί, σε μια παραλία της Λέρου, καθώς απλωνόταν το σούρουπο, μια γυναίκα 46 χρόνων, έκλαψε… γιατί μπορούσε να περπατάει ξανά μόνη, να χαίρεται, να αναπνέει! Και, το πιο σπουδαίο, να ξέρει πια ότι όλα είναι τόσο απλά, όσο και πολύπλοκα, τόσο όμορφα όσο ξέρουμε να τα βλέπουμε όμορφα, τόσο άσχημα, όσο θέλουμε να τα βλέπουμε άσχημα. Ότι όλα είναι δικά μας κι ότι ανήκουμε σε όλα. Ότι τίποτα δεν μπορεί να μας βλάψει, όταν καταλάβουμε ότι όλα και όλοι είμαστε “μέλη” του ίδιου σώματος του Ενός. Μέλη-όργανα μιας τεράστιας ορχήστρας είμαστε και, είτε ερμηνεύουμε όλοι μαζί, είτε “σόλο”, υπακούμε στον Μαέστρο που γνωρίζει πώς να μας διευθύνει. Αν δεν το κάνουμε, τότε θα έχουμε παραφωνίες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)